- ἥαται
- ἧμαιes-perf ind mid 3rd pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ήμαι — ἧμαι (Α) 1. είμαι καθισμένος, κάθομαι 2. κάθομαι σε απραξία, σε ησυχία («κατ οἴκους ἐκτὸς ἡμένῳ πόνων», Ευρ.) 3. (για στράτευμα) στρατοπεδεύω 4. (για κατάσκοπο) παραφυλάω, καραδοκώ 5. ζω απαρατήρητος, στην αφάνεια («προς δ ἐμᾷ ψυχᾷ θάρσος ἧσται»… … Dictionary of Greek
ἥατ' — ἥατο , ἧμαι es plup ind mid 3rd pl (epic) ἥαται , ἧμαι es perf ind mid 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ē̆s- — ē̆s English meaning: to sit Deutsche Übersetzung: (nur medial) ‘sitzen” Material: O.Ind. üstē, Av. üste “he sits” (= Gk. Att. ἧσται ds.), E.Iran. üs , 3. pl. O.Ind. üsatē (== Gk. Hom. εἵαται, lies ἥαται), Av. ü̊ŋhǝntē, Gk.… … Proto-Indo-European etymological dictionary